-
1 μειονεκτέω
A have too little, to be poor, σὺν τῷ γενναίῳ μ., opp. σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, X.Ages.4.5; come short, μ. εἰ μή .. Id.Cyr. 8.6.23, cf. Mem.3.14.6; μ. ἔν τινι fall short in a thing, Id.Hier.1.11, 27: c. gen. rei, to be short of a thing, σίτων καὶ ποτῶν ib.2.1; μ. τῶν εὐφροσυνῶν ἔν τινι ib.1.29;τῶν δικαίων D.H.6.71
: c. gen. pers. et dat. rei,τῇ εὐφροσύνῃ μ. τῶν ἰδιωτῶν X.Hier.1.18
; opp. πλεονεκτέω, Hierax ap.Stob.3.9.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειονεκτέω
-
2 μετάδοσις
A giving a share, imparting, Hp.Jusj.;σίτων καὶ ποτῶν X.Cyr.8.2.2
;μ. γίνεσθαι τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Arist.Pol. 1321a26
, etc.4 communication, Plot.5.1.12, Procl.Inst.56; esp. communication by word of mouth or in writing,τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.16
; notification, POxy.2134.42 (ii A.D.), 1276.19 (iii A. D.).5 of disease, infection, Aret.SD2.13, CD2.13;μ. λοιμική Paul.Aeg.3.43
.II thesis given, subject for discussion, Plu.2.634a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάδοσις
-
3 ἀπόλαυσις
II result of enjoying, pleasure,αἱ ἀ. αἱ σωματικαί Arist.Pol. 1314b28
, cf. EN 1148a5, etc.; ὁ κατ' ἀπόλαυσιν βίος a life of pleasure, Id.Top. 102b17.2 c. gen., aduantage got from a thing,σίτων καὶ ποτῶν X.Mem.2.1.33
, cf. Hp.VM11;ἀγαθῶν Isoc.1.27
; ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (acc. abs.) as a reward for your resemblance, E.Hel.77, cf. HF 1370;ἀ. ἑαυτῶν ἔχειν Pl.Ti. 83a
; ἀ. ἀδικημάτων advantage, fruit of them, Luc.Tyr.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλαυσις
См. также в других словарях:
μετάδοση — η (ΑM μετάδοσις) [μεταδίδω] 1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.) 2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα») 3. η… … Dictionary of Greek
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek